-
1 κορμάζω
κορμάζω, in Klötze, κορμοί, schneiden, hauen, zer stü cke in; ὕλη κορμασϑεῖσα κατὰ μέρη D. Hal. epit. 20, 6.
См. также в других словарях:
κορμάζω — (Α) [κορμός] κόβω κάτι σε κορμούς, τεμαχίζω, κομματιάζω («ὕλη κορμασθεῑσα κατά μέρη», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek